- οι
- (I)οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α)επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)].————————(II)οἷ και οἷς (Α)(αναφ. επίρρ.)1. όπου, εκεί όπου, σε όποιο μέρος («τί χωρεῑς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;», Σοφ.)2. (με γεν.) σε ποιο σημείο («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ με κατάλ. -οι, τ. τής παλαιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. οίκ-οι)].————————(III)οἷ και εγκλιτ. τ. οι (Α)δοτ. εν. τού γ' προσ. τής προσ. αντων., και για τα τρία γένη, αντί αὐτῷ, αὐτῇ, αὐτῷ.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ε, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].————————(IV)(ΑΜ οἱ)(πληθ. αρθρ.) βλ. ο, η, το.————————(V)οἵ (Α)(πληθ. αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο.
Dictionary of Greek. 2013.